ἐν ἀντιθέσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαἐν ἀντιθέσει (καθαρεύουσα) → δείτε εν αντιθέσει
- (προς + αιτιατική) αντιθέτως προς...
- ※ Πτωχὴ καὶ ἄσημος ἄσχημος δὲν ὑφίσταται τοὐλάχιστον τὴν βάσανον ταύτην τῆς ἀτομικῆς ταπεινώσεως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θυμιάματα καὶ τὰς κολακείας, τὰς προσφερομένας εἰς τὸν πλοῦτον καὶ τὴν κοινωνικὴν αὐτῆς τάξιν·
- (μετά + γενική) σε αντίθεση με...
- ※ Τοῦτο δὲ εὑρίσκεται ἐν ἀντιθέσει μετὰ τῆς αὐξήσεως τῶν πολεμικῶν μαζῶν. Ἀναπτύσσοντες ὅμως ὅσον τὸ δυνατὸν τελειότερον ὅλας τὰς ἰδιότητας τῆς προσωπικότητος ἐν τῷ στρατιώτῃ, θὰ καταστήσωμεν δυνατὴν τὴν στρατιωτικὴν διεύθυνσιν.