ἐνδομήτριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐνδομήτριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το ενδομήτριο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαἐνδομήτριον
- (καθαρεύουσα) ενδομήτριο, ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ενδομήτριος