ἐκφωτίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐκφωτίζω < ἐκ + φωτίζω < αρχαία ελληνική φάος / φῶς < πρωτοελληνική *pʰáos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéh₂os < *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)
Ρήμα
επεξεργασίαἐκφωτίζω (παθητική φωνή: ἐκφωτίζομαι)