Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐκπέρθω < λείπει η ετυμολογία

ἐκπέρθω

  1. (για πόλη) εκπορθώ, καταστρέφω, λεηλατώ, παίρνω ως λάφυρα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 380 (στίχοι 378-380)
    δοῖμεν δ᾽ Ἀτρεΐδαο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην, | Ἄργεος ἐξαγαγόντες, ὀπυιέμεν, εἴ κε σὺν ἄμμιν | Ἰλίου ἐκπέρσῃς εὖ ναιόμενον πτολίεθρον.
    απ᾽ τ᾽ Άργος θα σου φέρναμε του Ατρείδη θυγατέρα | στα κάλλη της ασύγκριτην, γυναίκα να την έχεις, | την πυργωμένην Ίλιον αν συ μας εκπορθήσεις.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 125 (στίχοι 124-126)
    οὐδέ τί που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά· | ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται, | λαοὺς δ᾽ οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ᾽ ἐπαγείρειν.
    Μη κάπου λάφυρα κοινά γνωρίζομε αφημένα; | Όσ᾽ απ᾽ τες χώρες πήραμε εμοιρασθήκαν όλα | και να τα ξανακάμομε σωρό δεν είναι πρέπον·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά) καταστρέφω ολοκληρωτικά, συντρίβω
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 340a
    ἀτὰρ καὶ ἐγὼ σὲ παρακαλῶ, μὴ ἡμῖν ὁ Πρωταγόρας τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ.
    Λοιπόν κι εγώ σε καλώ να με βοηθήσεις, μήπως ο Πρωταγόρας μάς «πορθήσει» τον Σιμωνίδη.
    Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία