ἐκνίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐκνίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἐκνίζω
- καθαρίζω, ξεπλένω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1224 (1223-1224)
- ὡς φόνῳ φόνον | μυσαρὸν ἐκνίψω,
- με αίμα το αίμα | να ξεπλύνω το μιαρό·
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ὡς φόνῳ φόνον | μυσαρὸν ἐκνίψω,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 140
- οὐδέποτ᾽ ἐκνίψει σὺ τἀκεῖ πεπραγμένα σαυτῷ· οὐχ οὕτω πόλλ᾽ ἐρεῖς.
- Δεν θα ξεπλύνεις ποτέ την κηλίδα αυτών που έκανες εκεί. Δεν μπορείς να λες τόσα πολλά γι᾽ αυτά.
- Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οὐδέποτ᾽ ἐκνίψει σὺ τἀκεῖ πεπραγμένα σαυτῷ· οὐχ οὕτω πόλλ᾽ ἐρεῖς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1224 (1223-1224)
- εξαγνίζω, καθαίρω
- (στη μέση φωνή) ξεπλένομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐκνίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκνίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.