Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπλένομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεπλένω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεπλένομαι

  1. ξεβγάζομαι, έχω πλυθεί και βγάζω τα σαπούνια από πάνω μου, αφαιρώ τα απομεινάρια του πλυσίματος
    Άμα δεν ξεπλυθούν καλά τα πιάτα θα φάμε ύστερα και σαπουνάδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία