Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεβγάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεβγάζω

ξεβγάζομαι

  1. βγάζω τα σαπούνια από πάνω μου με νερό, ξεπλένομαι
    Τελειώνω, αμάν πια, ξεβγάζομαι και θα πάρετε σειρά, τώρα σας έπιασε όλους να πάτε τουαλέτα;
    Τα ρούχα πρέπει να ξεβγαλθούν καλά γιατί με πιάνει φαγούρα μετά αν έχει μείνει απορρυπαντικό επάνω τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία