ἐκλαμπρότης
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐκλαμπρότης < ἔκλαμπρ(ος) + -ότης < ελληνιστική κοινή ἔκλαμπρος < ἐκ- + αρχαία ελληνική λαμπρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐκλαμπρότης θηλυκό
- τιμητική προσφώνηση, εκλαμπρότητα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἔκλαμπρος
- ἐκλαμπροφορεμένος
- ξελαμπρότητα (εξαιρετική ομορφιά, μεγαλοπρέπεια)
- λαμπρότης
→ και δείτε τη λέξη λαμπρός
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα) σε επίσημες προσαγορεύσεις όπως «ἡ ἐκλαμπρότης σας», «ἡ Ὑμετέρα Ἐκλαμπρότης»
Πηγές
επεξεργασία- ἐκλαμπρότης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ἐκλαμπρότης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].