Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκλαμπρότης < ἔκλαμπρ(ος) + -ότης < ελληνιστική κοινή ἔκλαμπρος < ἐκ- + αρχαία ελληνική λαμπρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐκλαμπρότης θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λαμπρός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία