ἅλις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἅλις < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίαἅλις
- σε σμήνη, σε αφθονία, σε πληθώρα
- ικανώς, αρκετά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 685 (685-686)
- ἅλις ἔμοιγ᾽, ἅλις, γᾶς προνοουμένῳ | φαίνεται, ἔνθ᾽ ἔληξεν, αὐτοῦ μένειν.
- Αρκεί, αρκεί θαρρώ· η χώρα βασανίζεται· | το θέμα τέλειωσε· ας μείνει εδώ το πράγμα.
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 685 (685-686)
- (με ουσιαστικό) άφθονος, αρκετός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 122 (121-123)
- Ἀδρήστοιο δ᾽ ἔγημε θυγατρῶν, ναῖε δὲ δῶμα | ἀφνειὸν βιότοιο, ἅλις δέ οἱ ἦσαν ἄρουραι | πυροφόροι, πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφίς,
- Του Αδράστου γαμβρός έγινε και σπίτι εκατοικούσε | γεμάτο βιό, κι είχε πολλά χωράφια σιτοφόρα | με πολλά δένδρα ολόγυρα,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἀδρήστοιο δ᾽ ἔγημε θυγατρῶν, ναῖε δὲ δῶμα | ἀφνειὸν βιότοιο, ἅλις δέ οἱ ἦσαν ἄρουραι | πυροφόροι, πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφίς,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 279 (277-280)
- εἰ δέ κεν αὖτε | ἄστυ μέγα Πριάμοιο θεοὶ δώωσ᾽ ἀλαπάξαι, | νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηήσασθαι | εἰσελθών, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ᾽ Ἀχαιοί,
- κι οι αθάνατοι αν θελήσουν | την υψηλήν να ρίξουμε την πόλιν του Πριάμου, | να πάρεις, όταν οι Αχαιοί τα λάφυρα μοιράσουν, | χρυσόν και χάλκωμ᾽ αρκετό καράβι να φορτώσεις.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- εἰ δέ κεν αὖτε | ἄστυ μέγα Πριάμοιο θεοὶ δώωσ᾽ ἀλαπάξαι, | νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηήσασθαι | εἰσελθών, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ᾽ Ἀχαιοί,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 122 (121-123)
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἅλις (ενν. ἐστί): είναι αρκετό
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 670
- ἦ οὐχ ἅλις ὅττι μάχης ἐπιδεύομαι;
- Δεν φθάνει που στον πόλεμον είμ᾽ ελλιπής;
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἦ οὐχ ἅλις ὅττι μάχης ἐπιδεύομαι;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1099 (1099-1100)
- ἅλις δὲ λύμης ἥν μ᾽ ἐλυμήνω πάρος | τοὔνομα παρασχοῦσ᾽, οὐ τὸ σῶμ᾽, ἐν βαρβάροις.
- Φτάνουν τα βάσανα που τράβηξα, όταν τότε | πρόσφερες τ᾽ όνομά μου, όχι το σώμα, στους βάρβαρους.
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἅλις δὲ λύμης ἥν μ᾽ ἐλυμήνω πάρος | τοὔνομα παρασχοῦσ᾽, οὐ τὸ σῶμ᾽, ἐν βαρβάροις.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 670
Πηγές
επεξεργασία- ἅλις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἅλις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.