ικανώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ικανώς < αρχαία ελληνική ἱκανῶς < ἱκανός < ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι < ἵκω / ἱκάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sē̆ik-
Προφορά
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαικανώς
Δείτε επίσης : ἱκανῶς, ικανός, ἱκανός |
ικανώς