Δείτε επίσης: άργητα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄργητα < ἀργ(ός) (αργός) + -ητα.[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: άργητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄργητα θηλυκό

  1. αργοπορία, καθυστέρηση, βραδύτητα, η άργητα
  2. (χριστιανισμός) η αργία, ποινή του ιερέα να απέχει από κάθε ιεροπραξία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἄργητα Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].