ἄπονος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄπονος | τὸ ἄπονον | οἱ, αἱ ἄπονοι | τὰ ἄπονα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀπόνου | τοῦ ἀπόνου | τῶν ἀπόνων | τῶν ἀπόνων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀπόνῳ | τῷ ἀπόνῳ | τοῖς, ταῖς ἀπόνοις | τοῖς ἀπόνοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄπονον | τὸ ἄπονον | τοὺς, τὰς ἀπόνους | τὰ ἄπονα |
Κλητική | ἄπονε | ἄπονον | ἄπονοι | ἄπονα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀπόνω | |||
Γενική-Δοτική | ἀπόνοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄπονος, -ος, -ον
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πόνος