ἄμυστις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἄμυστις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄμυστις, -ιος και -ιδος θηλυκό
- φιλοποσία
- άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, το να πίνει κανείς μονορούφι
- ※ 5ος πκε αιώνας, Επιγραφικό χάραγμα στον πάτο μιας ερυθρόμορφης κύλικος. @greek-language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 417 (416-417)
- ὁ δ᾽ ἔκπλεως ὢν τῆς ἀναισχύντου βορᾶς | ἐδέξατ᾽ ἔσπασέν ‹τ᾽› ἄμυστιν ἑλκύσας
- Ξέχειλος από το ξεδιάντροπο το φαγοπότι εκείνος | το καλοδέχτηκε, το τράβηξε κάτω δίχως ανάσα
- Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ὁ δ᾽ ἔκπλεως ὢν τῆς ἀναισχύντου βορᾶς | ἐδέξατ᾽ ἔσπασέν ‹τ᾽› ἄμυστιν ἑλκύσας
- μεγάλο κύπελο που χρησιμοποιούσαν οι Θράκες
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 1229 @scaife.perseus
- καὶ πρός γʼ ἄκρατον ἐγχέας ἄμυστιν ἐξέλαψα.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 11.25, 783e, @scaife.perseus.
- ἔπινον δὲ τὴν ἄμυστιν μετὰ μέλους, μεμετρημένου πρὸς ὠκύτητα χρόνου, ὡς Ἀμειψίας·
αὔλει μοι μέλος·
σὺ δ’ ᾆδε πρὸς τήνδ , ἐκπίομαι δ’ ἐγὼ τέως.
αὔλει σύ, καὶ σὺ τὴν ἄμυστιν λάμβανε. - ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του Αμειψίου, κωμικού του 5ου/4ου αι. π.Χ.
- ἔπινον δὲ τὴν ἄμυστιν μετὰ μέλους, μεμετρημένου πρὸς ὠκύτητα χρόνου, ὡς Ἀμειψίας·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 1229 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη μύω
Πηγές
επεξεργασία- ἄμυστις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄμυστις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.