→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄμυστις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄμυστις, -ιος και -ιδος θηλυκό

  1. φιλοποσία
  2. άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, το να πίνει κανείς μονορούφι
    ※  5ος πκε αιώνας, Επιγραφικό χάραγμα στον πάτο μιας ερυθρόμορφης κύλικος. @greek-language.gr
    Κιμμέριός με ἔκλεψεν. ἔπειτ᾽ ἔκπινε μ᾽ ἄμυστιν.
    Ο Κιμμέριος μʼ έκλεψε και έπειτα μʼ άδειασε μονορούφι.
    H. Metzger, Fouilles de Xanthos, IV, Paris 1972, 166-170. P. A. Hansen, Carmina epigraphica Graeca saec. viii-v a. Chr. n., Berlin 1983, 465.
    ΣτΕ: Το αρχαίο αγγείο βρέθηκε στην Ξάνθο της Λυκίας.
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 417 (416-417)
    ὁ δ᾽ ἔκπλεως ὢν τῆς ἀναισχύντου βορᾶς | ἐδέξατ᾽ ἔσπασέν ‹τ᾽› ἄμυστιν ἑλκύσας
    Ξέχειλος από το ξεδιάντροπο το φαγοπότι εκείνος | το καλοδέχτηκε, το τράβηξε κάτω δίχως ανάσα
    Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  3. μεγάλο κύπελο που χρησιμοποιούσαν οι Θράκες
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 1229 @scaife.perseus
    καὶ πρός γʼ ἄκρατον ἐγχέας ἄμυστιν ἐξέλαψα.
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 11.25, 783e, @scaife.perseus.
    ἔπινον δὲ τὴν ἄμυστιν μετὰ μέλους, μεμετρημένου πρὸς ὠκύτητα χρόνου, ὡς Ἀμειψίας·
    αὔλει μοι μέλος·
    σὺ δ’ ᾆδε πρὸς τήνδ , ἐκπίομαι δ’ ἐγὼ τέως.
    αὔλει σύ, καὶ σὺ τὴν ἄμυστιν λάμβανε.
    ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του Αμειψίου, κωμικού του 5ου/4ου αι. π.Χ.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη μύω