Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄθυρος < στερητικό α- + θύρα

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄθυρος

  1. που δεν έχει πόρτα
  2. (μεταφορικά) που δεν εμποδίζεται, που είναι ασυγκράτητος, χωρίς όρια

Παράγωγα

επεξεργασία