Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἄθυρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Παράγωγα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἄθυρος
< στερητικό
α-
+
θύρα
Επίθετο
επεξεργασία
ἄθυρος
που δεν έχει
πόρτα
(
μεταφορικά
) που δεν
εμποδίζεται
, που είναι ασυγκράτητος, χωρίς όρια
Παράγωγα
επεξεργασία
ἀθυροστομία
ἀθυρόστομος