Δείτε επίσης: αθυρόστομος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀθυρόστομος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀθυρόστομος

  • που δεν συγκρατείται όταν μιλάει, που δεν σταματάει να μιλάει

Συνώνυμα

επεξεργασία