ἄδακρυς νίκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαἄδακρυς νίκη θηλυκό
- η νίκη σε μάχη ή στον πόλεμο που επιτυγχάνεται δίχως απώλειες από την πλευρά των νικητών, οι οποίοι συνεπώς δεν έχουν λόγο να λυπούνται (να χύσουν δάκρυα) για τους νεκρούς τους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τόμ. Α΄ (Αθήνα 1901), σ. 77 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών.