→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄδακρυς < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄδακρυς, -υς, -υ

  1. χωρίς δάκρυα· που δεν χύνει δάκρυα
    ※  Δειλοί κλαιέσθωσαν· ἐγώ δέ σέ τέκνον ἄδακρυς θάψω, τόν καί ἐμόν και Λακεδαιμόνιον
    Οι δειλοί κλαίνε, εγώ δε, εσένα παιδί μου, χωρίς δάκρυα θα θάψω, παιδί δικό μου και Λακεδαιμόνιο
    (Ἀρσενίου Ἰωνία. Arsenii Violetum ex codd. mss. nunc primum edidit, animadversionibus instruxit et alia quædam inedita adjecit Christianus Walz, 1832, Τύννιχος, σελ. 454)
  2. που δεν προξενεί δάκρυα

Εκφράσεις

επεξεργασία

σχετικές με πολεμικά γεγονότα:

ευρύτερα:

  • ἄδακρυς βίος:[1] ζωή χωρίς δάκρυα, χωρίς λύπες, δηλ. χαρούμενη

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .