Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁλίζω < ἁλης

  Ρήμα επεξεργασία

ἁλίζω

  1. συγκεντρώνω, συνάγω (συνηθέστερο παντως με αυτή την έννοια στη σύθετη μορφή του συναλίζω)

Συγγενικά επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁλίζω < ἅλς (το αλάτι)

  Ρήμα επεξεργασία

ἁλίζω (μεταγενέστερο)

  1. αλατίζω