ἁλίζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἁλίζω < ἁλης
Ρήμα επεξεργασία
ἁλίζω
- συγκεντρώνω, συνάγω (συνηθέστερο παντως με αυτή την έννοια στη σύθετη μορφή του συναλίζω)
Συγγενικά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἁλίζω (μεταγενέστερο)