ἀόριστος ἄρχων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀόριστος ἄρχων αρσενικό
- αυτός που κατέχει την εξουσία (ἀρχή) ή κάποιο αξίωμα επ' αόριστον
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, 1275b (3, 10/15)
- ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις πολιτείαις οὐχ ὁ ἀόριστος ἄρχων ἐκκλησιαστής ἐστι καὶ δικαστής, ἀλλὰ ὁ κατὰ τὴν ἀρχὴν ὡρισμένος·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, 1275b (3, 10/15)
Πηγές
επεξεργασία- ἀόριστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀόριστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ἀόριστος, 2) ὁ μὴ ὡρισμένος ἢ μὴ δυνάμενος νὰ ὁρισθῇ, ἀπροσδιόριστος : Ἀριστλ.Πολιτ.1275 Α 26 ἀόρ.ἄρχων ὁ κατέχων τὴν ἀρχὴν ἐπ' ἀόριστον χρόνον σελ.699β - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)