Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀσεβέω < ἀσεβής < α στερητικό + σέβω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀσεβέω - ἀσεβῶ (συνηρημένο)

  1. είμαι ασεβής, βέβηλος, ιερόσυλος, προσβάλλω τα θεία ή και κάποιο άτομο (με αιτιατική)
    ἢ θεὸν ἢ ξένον τιν᾽ ἀσεβῶν (αν ασεβήσει κάποιος εναντίον θεού ή ξένου)
    οὐδὲ γὰρ ἀγνὼς ὁ Ἀνδοκίδης οὔτε τοῖς ἔξω οὔτε τοῖς ἐνθάδε διὰ τὰ ἠσεβημένα. (ο Ανδοκίδης δεν είναι άγνωστος ούτε στους ξένους ούτε στους δικούς μας για τις ασέβειές του)
  2. υφίσαταμαι τα επακόλουθα κάποιου αμαρτήματος (παθητικό)
    ὅταν τις ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων

Συγγενικά επεξεργασία