ἀσεβέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἀσεβέω - ἀσεβῶ (συνηρημένο)
- είμαι ασεβής, βέβηλος, ιερόσυλος, προσβάλλω τα θεία ή και κάποιο άτομο (με αιτιατική)
- ἢ θεὸν ἢ ξένον τιν᾽ ἀσεβῶν (αν ασεβήσει κάποιος εναντίον θεού ή ξένου)
- οὐδὲ γὰρ ἀγνὼς ὁ Ἀνδοκίδης οὔτε τοῖς ἔξω οὔτε τοῖς ἐνθάδε διὰ τὰ ἠσεβημένα. (ο Ανδοκίδης δεν είναι άγνωστος ούτε στους ξένους ούτε στους δικούς μας για τις ασέβειές του)
- υφίσαταμαι τα επακόλουθα κάποιου αμαρτήματος (παθητικό)
- ὅταν τις ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων