Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀραστάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική arasta) < περσική راسته⁩ (râste, ευθύς δρόμος, σειρά)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀραστάς αρσενικό

  • στεγασμένη αγορά με σειρές καταστημάτων
    ※  17ος αιώνας, παπα-Συναδινός, ιερεύς και σακελλάριος Σερρών, Xρονικό των Σερρών, @georgakas.lit.auth.gr
    Καὶ καίονται τὰ ἀπατζίδικα ὅλα ἀπὸ πάνου ἕως κάτου καὶ ὅλος ὁ ἀραστὰς καὶ ὅλοι οἱ χρυσοσκουφάδες καὶ ὅλοι οἱ καζάζηδες τρογύρου τὸ μπεζεστένι καὶ ἐσέβαινεν ἡ φλόγα ἀπὸ τὰ σιδεροπαράθυρα καὶ ἐκάηκαν τὰ χατίλια μόνον, ὁμοίως καὶ ὅλα τὰ ἐργαστήρια τῶν τακιατζήδων ἀπὸ τὴν μίαν ἄκρα ἕως τὴν ἄλλην, καὶ οἱ σπαθάδες καὶ οἱ σιδεράδες ὡς τὴν ἄκρη τῶν κηροπουλάδων.
    Paolo Odorico (επιμ.), Conseils et mémoires de Synadinos, prêtre de Serrès en Macédoine (XVIIe siecle), Editions de l’ Association “Pierre Belon”, Παρίσι 1996.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. arasta - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν