Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποστοματίζω < ἀπο- + στόμα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀποστοματίζω

  1. κάνω μάθημα μέσω υπαγόρευσης
  2. κάνω ερώτηση, προκαλώντας κάποιον να απαντήσει
  3. απαγγέλλω, εξιστορώ από μνήμης

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία