Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνακαράς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀνακαράς αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  • (μουσικό όργανο) είδος τυμπάνου
    ※  14ος αιώνας, Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στίχ. 1043 (1043-1047), στο Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 141-178.
    Ἡ κάµηλος δὲ νὰ βαστᾷ λέγω [τὰς] ἀνακαράδας,
    καὶ νὰ τοὺς παίζῃ ὁ πονδικὸς νὰ συναχθοῦσιν ὅλοι,
    ὁ χοῖρος καὶ ἡ ἔλαφος, ἡ αἶγα, τὸ ἀγρίμιν,
    τὸ πρόβατον καὶ ὁ λαγὸς καὶ τὰ ὅμοια τούτων,
    τὸ ἄλογον δὲ ὡς γοργὸν ν᾿ ἀναιβοκαταιβαίνῃ,
    ※  16ος αιώνας, Ιάκωβος Τριβώλης, Ἱστορία τοῦ Ταγιαπιέρα, στίχ. 16 (10-16) @georgakas.lit.auth.gr
    Καὶ τοῦ πρέπει ἔνας στεντάρδος
    Ὡς γιὰ τὴν ἀποκοτία
    Καὶ τὴν πρόθυμον καρδία,
    Πὤχει μέσα στὸ κορμί του
    Δὲν στιμάρει τὴν ζωή του.
    Οὐδὲ χρήζει αὐτὸς λουμπάρδαις
    Τούρκους μὲ ἀνακαράδες.
    Émile Legrand (επιμ.), Ιστορία του Ταγιαπιέρα που την σημερνήν ημέρα σαν αυτόν ουδέν εφάνη εις όσ’ ορίζουν οι χριστιανοί. Ποίημα Ιακώβου του Τριβώλη επιμελεία τε και διορθώσει Αιμυλίου Λεγρανδίου, Πανδώρα, Αθήνα 1869.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία