Ετυμολογία

επεξεργασία
στεντάρδος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στεντάρδος αρσενικό

  • λάβαρο, σημαία
    ※  16ος αιώνας, Ιάκωβος Τριβώλης, Ἱστορία τοῦ Ταγιαπιέρα, στίχ. 10 (10-16) @georgakas.lit.auth.gr
    Καὶ τοῦ πρέπει ἔνας στεντάρδος
    Ὡς γιὰ τὴν ἀποκοτία
    Καὶ τὴν πρόθυμον καρδία,
    Πὤχει μέσα στὸ κορμί του
    Δὲν στιμάρει τὴν ζωή του.
    Οὐδὲ χρήζει αὐτὸς λουμπάρδαις
    Τούρκους μὲ ἀνακαράδες.
    Émile Legrand (επιμ.), Ιστορία του Ταγιαπιέρα που την σημερνήν ημέρα σαν αυτόν ουδέν εφάνη εις όσ’ ορίζουν οι χριστιανοί. Ποίημα Ιακώβου του Τριβώλη επιμελεία τε και διορθώσει Αιμυλίου Λεγρανδίου, Πανδώρα, Αθήνα 1869.