Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναδείκνυμι < ἀνά + δείκνυμι

ἀναδείκνυμι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ἀνάδειξις, -εως και
  • ἀναδεικτέον : που πρέπει να αναδειχθεί

Κλίνεται σύμφωνα με το δείκνυμι