ἀνάλεκτα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαἀνάλεκτα
- (ελληνιστική κοινή) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ἀνάλεκτος
Απόγονοι
επεξεργασίαἀνάλεκτα (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσης : ανάλεκτα |
ἀνάλεκτα
ἀνάλεκτα (ελληνιστική κοινή)