Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλεύω < λείπει η ετυμολογία

ἀλεύω

  1. αποτρέπω, απωθώ, κρατώ μακριά
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 141 (140-143)
    καὶ Κύπρις, ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρ, | ἄλευσον· σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος | γεγόναμεν· λιταῖς [σε] θεοκλύτοις | ἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα.
    Κι ω της γενιάς μας, Κύπριδα, προστάτισσα | μάκρυνε το κακό, γιατί αίμα εμείς δικό σου | με λιτανείες και θρήνους τη θεότη σου | κράζομε πέφτοντας εμπρός σου.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  2. (στη μέση φωνή) αποτρέπω, απωθώ, αποφεύγω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη