ἀκάρδια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαἀκάρδια (ελληνιστική κοινή)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ἀκάρδιον) του ἀκάρδιος
Δείτε επίσης : ἀκαρδία, ακαρδία, Ἀρκάδια, Αρκαδία |
ἀκάρδια (ελληνιστική κοινή)