Δείτε επίσης: ακαρδία, Ἀρκαδία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκαρδία < ἀ- στερητικό + καρδία. Δείτε και ἀκάρδιος.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀκαρδία θηλυκό

  1. έλλειψη ελπίδας
  2. δειλία
    ※  8ος/9ος αιώνας Θεόδωρος ο Στουδίτης, Epistulae, 301, 37, @catholiclibrary.org
    Εἰ δὲ ἐκπέσοιμεν (ὅπερ ἀπείη καὶ ἐννοεῖν), οὐ παρὰ τὴν θεόκριτον ἐπαφήν, παρὰ δὲ τὴν τοῦ καταμαλακισθέντος ἀτονίαν καὶ ἀκαρδίαν καὶ ἀθεΐαν· ὁ μὲν γὰρ δέδωκε τὸ ἰσχύειν κατὰ τοῦ πονηροῦ κράτους, νικηφόρον βουλόμενος τὸν ἀγωνιστὴν ἔσεσθαι, ὁ δὲ ὀλιγωρίᾳ ῥίψας τὰ τῆς ὑπομονῆς ὅπλα ὤλετο.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη καρδία