Δείτε επίσης: ἀβοηθήτως
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀβοήθητος τὸ ἀβοήθητον οἱ, αἱ ἀβοήθητοι τὰ ἀβοήθητα
Γενική τοῦ, τῆς ἀβοηθήτου τοῦ ἀβοηθήτου τῶν ἀβοηθήτων τῶν ἀβοηθήτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀβοηθήτῳ τῷ ἀβοηθήτῳ τοῖς, ταῖς ἀβοηθήτοις τοῖς ἀβοηθήτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀβοήθητον τὸ ἀβοήθητον τοὺς, τὰς ἀβοηθήτους τὰ ἀβοήθητα
Κλητική ἀβοήθητε ἀβοήθητον ἀβοήθητοι ἀβοήθητα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀβοηθήτω
Γενική-Δοτική ἀβοηθήτοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβοήθητος < ἀ- στερητικό + βοηθ(έω) βοηθη- + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀβοήθητος, -ος, ον

  1. ο ανήμπορος, που δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του
  2. ο ανίατος, που δεν μπορεί να θεραπευτεί, που φέρει τραύμα το οποίο δεν μπορεί να γιατρευτεί
  3. που δεν δέχεται βοήθεια
  4. που δεν μπορεί να παράσχει βοήθεια για οποιοδήποτε λόγο, άχρηστος

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία