όνος όνον τρίβει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- όνος όνον τρίβει < (καθαρεύουσα) ὄνος ὄνον τρίβει (γάιδαρος γάιδαρο ξύνει) < λατινική asinus asinum fricat (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Έκφραση
επεξεργασίαόνος όνον τρίβει
- (σκωπτικό) για συμπεριφορές μεταξύ ανάξιων ανθρώπων
- (ειδικότερα) για φιλοφρονήσεις και κολακείες μεταξύ ευτελών ανθρώπων
Σημειώσεις
επεξεργασία- έκφραση με σχεδόν καθόλου χρήση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία όνος όνον τρίβει
|