Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

όνος όνον τρίβει < (καθαρεύουσα) ὄνος ὄνον τρίβει (γάιδαρος γάιδαρο ξύνει) < λατινική asinus asinum fricat (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Έκφραση επεξεργασία

όνος όνον τρίβει

  1. (σκωπτικό) για συμπεριφορές μεταξύ ανάξιων ανθρώπων
  2. (ειδικότερα) για φιλοφρονήσεις και κολακείες μεταξύ ευτελών ανθρώπων

Σημειώσεις επεξεργασία

  • έκφραση με σχεδόν καθόλου χρήση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία