ψυχοπιάνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ψυχοπιάνομαι
- (λαϊκότροπο) συνέρχομαι ψυχικά, ανακτώ τις δυνάμεις μου
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψυχοπιάνομαι | ψυχοπιανόμουν(α) | θα ψυχοπιάνομαι | να ψυχοπιάνομαι | ||
β' ενικ. | ψυχοπιάνεσαι | ψυχοπιανόσουν(α) | θα ψυχοπιάνεσαι | να ψυχοπιάνεσαι | (ψυχοπιάνου) | |
γ' ενικ. | ψυχοπιάνεται | ψυχοπιανόταν(ε) | θα ψυχοπιάνεται | να ψυχοπιάνεται | ||
α' πληθ. | ψυχοπιανόμαστε | ψυχοπιανόμαστε ψυχοπιανόμασταν |
θα ψυχοπιανόμαστε | να ψυχοπιανόμαστε | ||
β' πληθ. | ψυχοπιάνεστε | ψυχοπιανόσαστε ψυχοπιανόσασταν |
θα ψυχοπιάνεστε | να ψυχοπιάνεστε | (ψυχοπιάνεστε) | |
γ' πληθ. | ψυχοπιάνονται | ψυχοπιάνονταν ψυχοπιανόντουσαν |
θα ψυχοπιάνονται | να ψυχοπιάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψυχοπιάστηκα | θα ψυχοπιαστώ | να ψυχοπιαστώ | ψυχοπιαστεί | ||
β' ενικ. | ψυχοπιάστηκες | θα ψυχοπιαστείς | να ψυχοπιαστείς | ψυχοπιάσου | ||
γ' ενικ. | ψυχοπιάστηκε | θα ψυχοπιαστεί | να ψυχοπιαστεί | |||
α' πληθ. | ψυχοπιαστήκαμε | θα ψυχοπιαστούμε | να ψυχοπιαστούμε | |||
β' πληθ. | ψυχοπιαστήκατε | θα ψυχοπιαστείτε | να ψυχοπιαστείτε | ψυχοπιαστείτε | ||
γ' πληθ. | ψυχοπιάστηκαν ψυχοπιαστήκαν(ε) |
θα ψυχοπιαστούν(ε) | να ψυχοπιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψυχοπιαστεί | είχα ψυχοπιαστεί | θα έχω ψυχοπιαστεί | να έχω ψυχοπιαστεί | ψυχοπιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ψυχοπιαστεί | είχες ψυχοπιαστεί | θα έχεις ψυχοπιαστεί | να έχεις ψυχοπιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψυχοπιαστεί | είχε ψυχοπιαστεί | θα έχει ψυχοπιαστεί | να έχει ψυχοπιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψυχοπιαστεί | είχαμε ψυχοπιαστεί | θα έχουμε ψυχοπιαστεί | να έχουμε ψυχοπιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψυχοπιαστεί | είχατε ψυχοπιαστεί | θα έχετε ψυχοπιαστεί | να έχετε ψυχοπιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψυχοπιαστεί | είχαν ψυχοπιαστεί | θα έχουν ψυχοπιαστεί | να έχουν ψυχοπιαστεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχοπιάνομαι
|