ψυχαναλύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαψυχαναλύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχαναλύω
- θα ψυχαναλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχαναλύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαψυχαναλύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψυχανάλυση