ψυλλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψυλλίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψυλλίζω | ψύλλιζα | θα ψυλλίζω | να ψυλλίζω | ψυλλίζοντας | |
β' ενικ. | ψυλλίζεις | ψύλλιζες | θα ψυλλίζεις | να ψυλλίζεις | ψύλλιζε | |
γ' ενικ. | ψυλλίζει | ψύλλιζε | θα ψυλλίζει | να ψυλλίζει | ||
α' πληθ. | ψυλλίζουμε | ψυλλίζαμε | θα ψυλλίζουμε | να ψυλλίζουμε | ||
β' πληθ. | ψυλλίζετε | ψυλλίζατε | θα ψυλλίζετε | να ψυλλίζετε | ψυλλίζετε | |
γ' πληθ. | ψυλλίζουν(ε) | ψύλλιζαν ψυλλίζαν(ε) |
θα ψυλλίζουν(ε) | να ψυλλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψύλλισα | θα ψυλλίσω | να ψυλλίσω | ψυλλίσει | ||
β' ενικ. | ψύλλισες | θα ψυλλίσεις | να ψυλλίσεις | ψύλλισε | ||
γ' ενικ. | ψύλλισε | θα ψυλλίσει | να ψυλλίσει | |||
α' πληθ. | ψυλλίσαμε | θα ψυλλίσουμε | να ψυλλίσουμε | |||
β' πληθ. | ψυλλίσατε | θα ψυλλίσετε | να ψυλλίσετε | ψυλλίστε | ||
γ' πληθ. | ψύλλισαν ψυλλίσαν(ε) |
θα ψυλλίσουν(ε) | να ψυλλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψυλλίσει | είχα ψυλλίσει | θα έχω ψυλλίσει | να έχω ψυλλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψυλλίσει | είχες ψυλλίσει | θα έχεις ψυλλίσει | να έχεις ψυλλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψυλλίσει | είχε ψυλλίσει | θα έχει ψυλλίσει | να έχει ψυλλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψυλλίσει | είχαμε ψυλλίσει | θα έχουμε ψυλλίσει | να έχουμε ψυλλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψυλλίσει | είχατε ψυλλίσει | θα έχετε ψυλλίσει | να έχετε ψυλλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψυλλίσει | είχαν ψυλλίσει | θα έχουν ψυλλίσει | να έχουν ψυλλίσει |
|