ψιλοπράγματα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψιλοπράγματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- πράγματα χωρίς μεγάλη αξία
- (κατ’ επέκταση) γεγονότα που θεωρούνται δευτερεύοντα, λεπτομέρειες
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψιλοπράγματα
|