Ετυμολογία

επεξεργασία
ψιλοπράγματα < ψιλός + πράγμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψιλοπράγματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. πράγματα χωρίς μεγάλη αξία
  2. (κατ’ επέκταση) γεγονότα που θεωρούνται δευτερεύοντα, λεπτομέρειες

Ταυτόσημο

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία