ψηφισθείσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.fiˈsθi.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐φι‐σθεί‐σα
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
- (λόγιο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψηφισθείς
- μονοτονική γραφή της λέξης ψηφισθεῖσα
- η ψηφισθείσα διάταξη: η διάταξη που ψηφίστηκε