Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρόνος προσπέλασης → δείτε τις λέξεις χρόνος και προσπέλαση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική access time

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

χρόνος προσπέλασης

  1. (ηλεκτρονική) βλ. συνώνυμο λανθάνων χρόνος
  2. (πληροφορική) βλ. συνώνυμο λανθάνων χρόνος
    ※  Ο χρόνος που χρειάζεται από την στιγμή που δίνεται η εντολή για διάβασμα σε μια τυχαία θέση του δίσκου, μέχρι να αρχίσει το πραγματικό διάβασμα των δεδομένων ονομάζεται χρόνος προσπέλασης (access time) [1]
  3. (πληροφορική) τα μεταδεδομένα (metadata) ενός αρχείου που υποδεικνύουν πότε έγινε η τελευταία πρόσβαση σε ένα αρχείο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία