χλωρίτες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xloˈɾi.tes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χλω‐ρί‐τες
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλωρίτες αρσενικό στον ενικό
- (ορυκτολογία) ομάδα ορυκτών → δείτε τη λέξη χλωρίτης
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαχλωρίτες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χλωρίτης