χιμαιρικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχιμαιρικά < χιμαιρικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαχιμαιρικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία χιμαιρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχιμαιρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χιμαιρικός