χερέρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχερέρο άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Herero language στην αγγλική Βικιπαίδεια
- κωδικός γλώσσας: hz
χερέρο άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό