Δείτε επίσης: χειροτεχνῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειροτεχνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειροτεχνῶ, συνηρημένος τύπος του χειροτεχνέω < χειρο- + τέχν(η)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çi.ɾo.teˈxno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χει‐ρο‐τε‐χνώ

χειροτεχνώ

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χειροτέχνης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • στο λήμμα «χειροτεχνία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)