Ετυμολογία

επεξεργασία
χειραγώγησις < ελληνιστική κοινή χειραγωγῶ (-έω), χειρ-αγωγη- + -σις (-ησις)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: χειραγώγηση (με διαφορετική σημασία)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειραγώγησις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία