Ετυμολογία

επεξεργασία

χατέω < συγγενές των χωρίζω , χατίζω, χῆρος, χωρίς.

χατέω ( & χατίζω)

  1. ποθώ, επιθυμώ κάτι με ένταση, διακαώς
  2. χρειάζομαι κάτι (απόλυτο, με απαρέμφατο ή με γενική)
  3. είμαι πάμφτωχος (ειδικά το χατίζω)