χατέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχατέω < συγγενές των χωρίζω , χατίζω, χῆρος, χωρίς.
Ρήμα
επεξεργασίαχατέω ( & χατίζω)
- ποθώ, επιθυμώ κάτι με ένταση, διακαώς
- χρειάζομαι κάτι (απόλυτο, με απαρέμφατο ή με γενική)
- είμαι πάμφτωχος (ειδικά το χατίζω)