χατίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχατίζω (μόνο στον ενεστώτα)
- έχω ανάγκη για κάτι, λαχταρώ κάτι
- νῦν δὲ μεθ' ὑμετέρῃ ἀγορῇ νόστοιο χατίζων / ἧμαι (Ομήρου Οδύσσεια, θ156)
- και τώρα κάθομαι στην αγορά μπροστά σας με τον καημό του νόστου μου (μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτη)
- ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ... οὐδὲ χατίζων (Ομήρου Οδύσσεια, χ351)
- πως με το ζόρι κι άθελά μου (μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτη)
- νῦν δὲ μεθ' ὑμετέρῃ ἀγορῇ νόστοιο χατίζων / ἧμαι (Ομήρου Οδύσσεια, θ156)
- έχω έλλειψη από κάτι
- ἔργοιο χατίζω - είμαι αδρανής
Αναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1717