χατίζω (μόνο στον ενεστώτα)

  1. έχω ανάγκη για κάτι, λαχταρώ κάτι
    νῦν δὲ μεθ' ὑμετέρῃ ἀγορῇ νόστοιο χατίζων / ἧμαι (Ομήρου Οδύσσεια, θ156)
    και τώρα κάθομαι στην αγορά μπροστά σας με τον καημό του νόστου μου (μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτη)
    ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ... οὐδὲ χατίζων (Ομήρου Οδύσσεια, χ351)
    πως με το ζόρι κι άθελά μου (μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτη)
  2. έχω έλλειψη από κάτι
    ἔργοιο χατίζω - είμαι αδρανής

  Αναφορές

επεξεργασία
  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1717