Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακαώς < επίθετο διακαής

  Επίρρημα επεξεργασία

διακαώς

  • (για συναίσθημα) πολύ έντονα
    οι πολιτικοί επιθυμούν διακαώς την εξουσία

  Μεταφράσεις επεξεργασία