Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοσυνθέτω < φωτο(σύν-θεση) + θέτω (αναδρομικός σχηματισμός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ρήμα επεξεργασία

φωτοσυνθέτω, αόρ.: φωτοσυνέθεσα (χωρίς παθητική φωνή) [1]

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)