φωτοσυνθέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοσυνθέτω < φωτο(σύν-θεση) + θέτω (αναδρομικός σχηματισμός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ρήμα
επεξεργασίαφωτοσυνθέτω, αόρ.: φωτοσυνέθεσα (χωρίς παθητική φωνή) [1]
- (βοτανική) προχωρώ στη διαδικασία της φωτοσύνθεσης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φωτοσυνθέτω | φωτοσύνθετα | θα φωτοσυνθέτω | να φωτοσυνθέτω | φωτοσυνθέτοντας | |
β' ενικ. | φωτοσυνθέτεις | φωτοσύνθετες | θα φωτοσυνθέτεις | να φωτοσυνθέτεις | φωτοσύνθετε | |
γ' ενικ. | φωτοσυνθέτει | φωτοσύνθετε | θα φωτοσυνθέτει | να φωτοσυνθέτει | ||
α' πληθ. | φωτοσυνθέτουμε | φωτοσυνθέταμε | θα φωτοσυνθέτουμε | να φωτοσυνθέτουμε | ||
β' πληθ. | φωτοσυνθέτετε | φωτοσυνθέτατε | θα φωτοσυνθέτετε | να φωτοσυνθέτετε | φωτοσυνθέτετε | |
γ' πληθ. | φωτοσυνθέτουν(ε) | φωτοσύνθεταν φωτοσυνθέταν(ε) |
θα φωτοσυνθέτουν(ε) | να φωτοσυνθέτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φωτοσύνθεσα | θα φωτοσυνθέσω | να φωτοσυνθέσω | φωτοσυνθέσει | ||
β' ενικ. | φωτοσύνθεσες | θα φωτοσυνθέσεις | να φωτοσυνθέσεις | φωτοσύνθεσε | ||
γ' ενικ. | φωτοσύνθεσε | θα φωτοσυνθέσει | να φωτοσυνθέσει | |||
α' πληθ. | φωτοσυνθέσαμε | θα φωτοσυνθέσουμε | να φωτοσυνθέσουμε | |||
β' πληθ. | φωτοσυνθέσατε | θα φωτοσυνθέσετε | να φωτοσυνθέσετε | φωτοσυνθέστε | ||
γ' πληθ. | φωτοσύνθεσαν φωτοσυνθέσαν(ε) |
θα φωτοσυνθέσουν(ε) | να φωτοσυνθέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φωτοσυνθέσει | είχα φωτοσυνθέσει | θα έχω φωτοσυνθέσει | να έχω φωτοσυνθέσει | ||
β' ενικ. | έχεις φωτοσυνθέσει | είχες φωτοσυνθέσει | θα έχεις φωτοσυνθέσει | να έχεις φωτοσυνθέσει | ||
γ' ενικ. | έχει φωτοσυνθέσει | είχε φωτοσυνθέσει | θα έχει φωτοσυνθέσει | να έχει φωτοσυνθέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φωτοσυνθέσει | είχαμε φωτοσυνθέσει | θα έχουμε φωτοσυνθέσει | να έχουμε φωτοσυνθέσει | ||
β' πληθ. | έχετε φωτοσυνθέσει | είχατε φωτοσυνθέσει | θα έχετε φωτοσυνθέσει | να έχετε φωτοσυνθέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φωτοσυνθέσει | είχαν φωτοσυνθέσει | θα έχουν φωτοσυνθέσει | να έχουν φωτοσυνθέσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτοσυνθέτω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)