Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλοκρινέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

φυλοκρινέω / φυλοκρινῶ

  1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 18.2
    ἐπεὶ εἴ γε ἡσυχάζοιεν πάντες ἢ φυλοκρινοῖεν οἷς χρεὼν βοηθεῖν, βραχὺ ἄν τι προσκτώμενοι αὐτῇ περὶ αὐτῆς ἂν ταύτης μᾶλλον κινδυνεύοιμεν.
    Αν αδρανούσαμε ή αν καθιερώναμε φυλετικές διακρίσεις για ν᾽ αποφασίζομε ποιούς είχαμε χρέος να βοηθήσομε, τότε λίγα θα προσθέταμε στην ηγεμονία μας και μάλλον θα εκθέταμε την ίδια την ύπαρξή μας σε κίνδυνο.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  2. κατατάσσω
  3. επιλέγω προσεχτικά

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία