φουρό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφουρό ουδέτερο
- φουσκωτό μεσοφόρι για νυφικά και τουαλέτες που άλλοτε συνήθιζαν και στην καθημερινότητά τους οι γυναίκες όταν το απαιτούσε η μόδα, ώστε να αποκτά όγκο η φούστα ή το κάτω μέρος του φορέματος και να δείχνει συνάμα λεπτότερη η μέση