Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουρό < από τη γαλλική λέξη fourreau

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουρό ουδέτερο

  • φουσκωτό μεσοφόρι για νυφικά και τουαλέτες που άλλοτε συνήθιζαν και στην καθημερινότητά τους οι γυναίκες όταν το απαιτούσε η μόδα, ώστε να αποκτά όγκο η φούστα ή το κάτω μέρος του φορέματος και να δείχνει συνάμα λεπτότερη η μέση

  Μεταφράσεις επεξεργασία