φορσέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφορσέ άκλιτο
- (σκάκι) εξαναγκασμένος, υποχρεωτικός (όταν δεν μπορεί ο παίκτης να κάνει άλλη νόμιμη κίνηση)
Εκφράσεις
επεξεργασία- ματ φορσέ: όταν η μοναδική κίνηση που μπορεί να κάνει ο παίκτης, τον οδηγεί αναγκαστικά σε ματ