Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορσέ < γαλλική forcé

  Επίθετο επεξεργασία

φορσέ άκλιτο

  • (σκάκι) εξαναγκασμένος, υποχρεωτικός (όταν δεν μπορεί ο παίκτης να κάνει άλλη νόμιμη κίνηση)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ματ φορσέ: όταν η μοναδική κίνηση που μπορεί να κάνει ο παίκτης, τον οδηγεί αναγκαστικά σε ματ

  Μεταφράσεις επεξεργασία