Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιστικώνω < φιστίκι + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

φιστικώνω

  1. ταΐζω, ή προσφέρω φιστίκια
  2. (αργκό), (μεταφορικά) προβαίνω σε συνουσία (για άνδρα)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία